ιαμβιαζω

ιαμβιαζω
    ἰαμβιάζω
    Anth. = ἰαμβίζω См. ιαμβιζω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ιαμβιαζω" в других словарях:

  • ιαμβιάζω — ἰαμβιάζω (Α) [ίαμβος] ιαμβίζω* …   Dictionary of Greek

  • ἰαμβιάζει — ἰαμβιάζω pres ind mp 2nd sg ἰαμβιάζω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»